- αναμπουμπούλα
- αναμπουμπούλα, η και αναμπαμπούλα, η(λ. ιταλ.). αναστάτωση, θόρυβος, αταξία: Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται (παροιμ. φρ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναμπουμπούλα — και ανεμπουμπούλα και αναμπαμπούλα, η [αναμπάμπουλα] θόρυβος, φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση … Dictionary of Greek
αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek
κουτρούλης — ο, θηλ. κουτρούλα (Μ κουτρούλης) 1. κουρεμένος σύρριζα 2. φαλακρός νεοελλ. φρ. α) «Τού Κουτρούλη ο γάμος» θεατρικό έργο τού Α. Ρ. Ραγκαβή β) «έγινε τού κουτρούλη ο γάμος» ή «έγινε τού κουτρούλη το πανηγύρι» έγινε μεγάλη φασαρία, αναστάτωση,… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
arababură — ARABABÚRĂ, arababuri, s.f. v. harababură. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 arababúră s.f. – Dezordine, încurcătură, scandal. – var. harababură, (h)alababură. tc. anababulla, sau ngr. ἀλλαμπάμπολλα, cu var. ἀναμπαμποῦλα şi ἀναμπουμποῦλα … Dicționar Român
λύκος — ο θηλ. αινα και ισσα 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο κοπάδι με τα πρόβατα. 2. φυματίωση του δέρματος (λούπος): Ερυθηματώδης λύκος. 3. φρ., «Πεινούσε σαν λύκος», πεινούσε υπερβολικά· «Έπεσα στο στόμα του λύκου», κινδύνεψα πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)